χειρότερα

χειρότερα
χειρότερος
neut nom/voc/acc pl
χερείων
mcaner
neut nom/voc/acc pl (epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • χειροτέρα — χειροτέρᾱ , χειρότερος fem nom/voc/acc dual χειροτέρᾱ , χειρότερος fem nom/voc sg (attic doric aeolic) χειροτέρᾱ , χερείων mcaner fem nom/voc/acc dual (epic) χειροτέρᾱ , χερείων mcaner fem nom/voc sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειρότερα — Ν επίρρ. βλ. χειρότερος …   Dictionary of Greek

  • χειρότερος — η, ο / χειρότερος, τέρα, ον, ΝΜΑ, και χερότερος Ν, και τ. χερειότερος Α πιο κακός, κατώτερης αξίας ή ποιότητας, πιο δυσάρεστος ή ανεπιθύμητος (α. «ο ένας κακός κι ο άλλος χειρότερος» β. «ὑπ ἀνδράσι χειροτέροισιν», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. φρ. α) «τόσο το …   Dictionary of Greek

  • χείρου — και χειρού Ν (επιτατ. επίρρ.) φρ. «χείρου και χειρότερα» ή «χειρού χειρότερα» ακόμη χειρότερα από πριν. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού επιρρ. χειρ ότερα σχηματισμένος κατά τα επιρρ. σε ου / ού (πρβλ. περίπ ου, προτ ού)] …   Dictionary of Greek

  • χείρων — Ένας από τους Κενταύρους της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας: ξεχώριζε από τους συντρόφους του, που παρουσιάζονταν άγριοι και σκληροί, με την εξαιρετική σοφία του. Κατά την αρχαία παράδοση, πολλοί ήρωες της αρχαιότητας, μεταξύ των οποίων και ο… …   Dictionary of Greek

  • Sifu VERSUS — Infobox musical artist 2 Name = Sifu VERSUS Background = solo singer Alias = Bobby Dega Birth name = Nikolaos Domvros Born = Birth date and age|1980|1|29 Origin = flagicon|Greece Thessaloniki, Greece Genre = Hip hop Years active = 1996–present… …   Wikipedia

  • Dimitris Froxylias — Personal information Full name Dimitris Froxylias Date of birth 28 June 1993 ( …   Wikipedia

  • Кавадиа, Тассо — Тассо Кавадиа Тассо Кавадиа (греч. Τασσώ Καββαδία) (10 января 1921 года, Патри  18 декабря 2010 года, Афины)  греческая актриса театра и кино …   Википедия

  • αλλοίος — ἀλλοῖος, α, ον (Α) (συγκριτικά αλλοιότερος και αλλοιέστερος) 1. ο άλλου είδους, άλλης φύσεως, αλλιώτικος, διαφορετικός 2. (κατ’ ευφημισμό) αντί τού κακός 3. ο υποκείμενος σε διαφοροποίηση 4. επίρρ. άλλοίως, κατά άλλο τρόπο, διαφορετικά (στον… …   Dictionary of Greek

  • δεινοποίησις — δεινοποίησις, η (AM) [δεινοποιώ] η μεγαλοποίηση τών δυσκολιών, το να παρουσιάζονται τα πράγματα χειρότερα απ ό,τι είναι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”